- ἀμυδρά
- ἀμυδρόςdimneut nom/voc/acc plἀμυδρά̱ , ἀμυδρόςdimfem nom/voc/acc dualἀμυδρά̱ , ἀμυδρόςdimfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμυδρᾷ — ἀμυδρός dim fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμυδρά — ἀμυδρά , ἀμυδρός dim neut nom/voc/acc pl ἀμυδρά̱ , ἀμυδρός dim fem nom/voc/acc dual ἀμυδρά̱ , ἀμυδρός dim fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδράν — ἀμυδρά̱ν , ἀμυδρός dim fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυδράς — ἀμυδρά̱ς , ἀμυδρός dim fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκοτοφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο φεγγής] … Dictionary of Greek
αλαφρογελώ — χαμογελώ, γελώ αμυδρά, μισογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γελώ] … Dictionary of Greek
αμαυροφανής — ἀμαυροφανής, ές (Α) (για το φεγγάρι) αυτός που λάμπει αδύναμα, αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρὸς + φανής < ἐφάνην, φαίνω( ομαι)] … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
αυγίζω — 1. ξυπνάω την αυγή, πολύ νωρίς 2. φαίνομαι αμυδρά 3. απρόσ. αυγίζει αρχίζει να ξημερώνει … Dictionary of Greek